- ποντοθήρης
- ποντο-θήρης, ου, ὁ,A one who fishes in the sea, AP6.193 (Phal.?).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποντοθήρης — one who fishes in the sea masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποντοθήρης — ὁ, Α αλιέας που ψαρεύει στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + θήρης / θηρᾶς (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. σκιο θήρης] … Dictionary of Greek
πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… … Dictionary of Greek